οὔπα

οὔπα
οὔπᾱ, [dialect] Dor. for οὔ πῃ, Ar.Lys.1157.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ούπα — οὔπα (Α) (δωρ. τ.) βλ. ού πη …   Dictionary of Greek

  • Ταϊτή — Νησί του νοτιοκεντρικού Ειρηνικού ωκεανού, σε 17° 45’ νότιο πλάτος και 149° 20’ δυτικό μήκος, το νοτιότερο και το πιο εκτεταμένο (1.042 τ. χλμ.) της συστάδας των Νησιών της Εταιρείας, στη Γαλλική Πολυνησία. Το έδαφός της διαρθρώνεται σε δύο… …   Dictionary of Greek

  • ού πη — οὔ πῃ και δωρ. τ. οὔπα (Α) 1. (τροπ.) με κανέναν τρόπο 2. (ως τοπ.) σε κανέναν τόπο, πουθενά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”